κορύφωσις

κορύφωσις
(-εως) η см. κορύφωμα 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κορύφωσις" в других словарях:

  • κορυφώσει — κορύφωσις apex fem nom/voc/acc dual (attic epic) κορυφώσεϊ , κορύφωσις apex fem dat sg (epic) κορύφωσις apex fem dat sg (attic ionic) κορυφόω bring to a head aor subj act 3rd sg (epic) κορυφόω bring to a head fut ind mid 2nd sg κορυφόω bring to a …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύφωσιν — κορύφωσις apex fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύφωση — η (Α κορύφωσις) [κορυφώ] νεοελλ. το κορύφωμα, ο ανώτατος βαθμός («η κορύφωση τής διαφθοράς») αρχ. 1. εξύψωση, έξαρση 2. ολοκλήρωση, τελειοποίηση 3. (για πυραμίδα) η κορυφή …   Dictionary of Greek

  • υπερκορύφωσις — ώσεως, ἡ, Α το προεξέχον σημείο ή άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορύφωσις «εξύψωση, κορυφή»] …   Dictionary of Greek

  • κορυφώσεως — κορυφώσεω̆ς , κορύφωσις apex fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»